απορρυπαντικός

απορρυπαντικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση ή συντελεί στην απορρύπανση
2. το ουδ. ως ουσ. τα απορρυπαντικά
χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό διαφόρων σωμάτων σε συνδυασμό με ένα υγρό, συνήθως το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορρυπαίνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. detergent].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απορρυπαντικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην απορρύπανση: Τα απορρυπαντικά παρασκευάσματα διευκόλυναν πολύ τη νοικοκυρά· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα απορρυπαντικά οι διάφορες ουσίες που χρησιμεύουν στην απορρύπανση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”